- άνθρωπος
- Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει ο σημερινός ά.
Ήδη το 1758, ο Λινναίος, στη δέκατη έκδοση του έργου του Σύστημα της Φύσης (Systema Naturae)είχε θεωρήσει τον ά. ον που αποτελεί μέρος του ζωικού βασιλείου και τον είχε κατατάξει στην τάξη των πρωτευόντων, εξαιτίας της ομοιότητας των χαρακτηριστικών του με τα χαρακτηριστικά των τότε γνωστών ανώτερων πιθήκων (χιμπαντζής και ουραγκοτάγκος).
H διαίσθηση του μεγάλου Σουηδού φυσιοδίφη για τη συγγένεια μεταξύ πιθήκων και α. φαίνεται αληθινά καταπληκτική για την εποχή του (18ος αι.), εάν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη πόσο αυστηρά προσηλωμένος ήταν στην ιδέα της δημιουργίας και πόσο στενά συνδεδεμένες ήταν οι πεποιθήσεις με την αντίληψη για τη σταθερότητα των ειδών· πρέπει ακόμα να σημειωθεί πως ο Λινναίος έφτασε στο σημείο να θεωρεί ότι ανήκουν στο ίδιο γένος ο ουραγκοτάγκος, ο χιμπαντζής και ο ά., ονομάζοντας ά. δασόβιο (homo silvestris) τους δύο πρώτους και ά. λογικό (homo sapiens)τον ά. και προβάλλοντας έτσι μία πολύ στενή συγγένεια μεταξύ των δύο ομάδων. Γι’ αυτό δεν πρέπει να απορούμε αν μία τέτοια άποψη δεν έγινε αργότερα δεκτή από άλλους ερευνητές, όπως o Μπιφόν και o Κιβιέ, που χώρισαν την τάξη των πρωτευόντων σε δύο: οι άνθρωποι ονομάστηκαν δίχειρα και οι πίθηκοι τετράχειρα. H υποδιαίρεση αυτή ήταν αποδεκτή από το μεγαλύτερο μέρος των συγγραφέων έως το 1869, έμεινε όμως τόσο βαθιά ριζωμένη, ώστε οι σχετικοί όροι να χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα.
Το 1869, ο Π. Μπροκά, που είναι ο ιδρυτής της σύγχρονης ανθρωπολογίας, δημοσίευσε μία εργασία με την οποία απέδειξε με τρόπο αναμφισβήτητο ότι, από ανατομική άποψη, καμιά ουσιαστική διαφορά δεν χωρίζει τον ά. από τους ανθρωπόμορφους πιθήκους και ότι, όπως o ά., έτσι και οι πίθηκοι έχουν δύο χέρια και δύο πόδια, αν και τα τελευταία έχουν μεγαλύτερη συλληπτική ικανότητα από τα πόδια του α.
Σε αντίθεση με την αντίληψη του Λινναίου από την άποψη της ζωολογικής ταξινόμησης βρίσκεται η αντίληψη του Ζαν-Λουί-Αρμάν ντε Κατρεφάζ (1810-1892), οοποίος, αν και δεχόταν ότι «με βάση το σώμα του» οα. είναι θηλαστικό, πρότεινε για τον ά. ένα ξεχωριστό βασίλειο δίπλα στο φυτικό, το ζωικό και το ορυκτό: το ανθρώπινο βασίλειο. Ηαντίληψη αυτή του Ντε Κατρεφάζ βασιζόταν σε ηθικά φαινόμενα χαρακτηριστικά του α.,δηλαδή στην ηθικότητα (καλό και κακό, ανεξάρτητα από κάθε ωφελιμιστικό κίνητρο) και τη θρησκευτικότητα (πίστη στο υπερπέραν και σεανώτερα αόρατα όντα). Αν και άξιες σεβασμού, οι δύο αυτές έννοιες δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για να γίνει μία συστηματική ταξινόμηση, επειδή δεν μπορούν να θεωρηθούν σωματικά δεδομένα.
H αποσαφήνιση της θέσης τουα. μέσα στη φύση μπόρεσε να γίνει μόνο μετην εμφάνιση των εξελικτικών αντιλήψεων που ολοκληρώθηκαν με τον Κάρολο Δαρβίνο και με την ανεύρεση απολιθωμένων υπολειμμάτων, που επέτρεψαν την αποκατάσταση, τουλάχιστον σε γενικές γραμμές, της εξελικτικής πορείας του α., καθώς και των άλλων πρωτευόντων. H συστηματική θέση του α. δεν εμφανίζεται έτσι συνδεδεμένη με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ομοιότητά του με άλλα ζώα, αλλά με την ύπαρξη σαφών δεσμών, περισσότερο ή λιγότερο στενής συγγένειας με αυτά.
Την ταξινόμηση κατά την οριζόντια έννοια, μέσα στον χώρο, έρχεται έπειτα να αντικαταστήσει μία κάθετη ταξινόμηση μέσα στον χρόνο. Πρόσφατες έρευνες αποβλέπουν στο να καθορίσουν βιολογικές συγγένειες μεταξύ ομάδων μορφολογικά όμοιων. Από τις έρευνες αυτές προκύπτουν σημαντικές ομοιότητες στον κύκλο αυτών που ανήκουν στην τάξη των πρωτευόντων, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και ο ά., ως προς τον αριθμό των χρωματοσωμάτων (46 στον ά., 48 στους ανθρωπόμορφους) και το σχήμα τους, τις ανοσολογικές αντιδράσεις του ορού του ανθρώπινου αίματος σε σχέση με του χιμπαντζή, του γορίλα και του γίβωνα και άλλες ποικίλες βιοχημικές αντιδράσεις. Η αποκωδικοποίηση του DNA, τέλος, και τα συγκριτικά αποτελέσματα ανάμεσα στις αλυσίδες του α. και των ανθρωπόμορφων εδραίωσαν οριστικά τη θεωρία της συνάφειας.
Οι ομοιότητες που διαπιστώθηκαν με τις διάφορες αυτές μεθόδους αποσαφηνίζουν το γεγονός ότι, παρότι έχουν μεγάλη συγγένεια με τον ά., οι ανθρωπόμορφοι ανήκουν σε διαφορετικά γένη και η υπαγωγή τους σε μία ομάδα μπορεί να γίνει μόνο στο επίπεδο της υπεροικογένειας, αυτής που ονομάστηκε υπεροικογένεια των ανθρωποειδών (hominoidaea). Στην υπεροικογένεια αυτή, σύμφωνα με την ταξινόμηση που εισήγαγε ο Τζ. Σίμσον, ανήκει η οικογένεια των ανθρωπιδών (hominidae), που σήμερα αποτελείται μόνο από το γένος ά. (homo), με το μοναδικό είδος λογικός (sapiens), και η οικογένεια των πονγκιδών, στην οποία ανήκουν τα είδη γορίλας (gorilla), παν (pan, χιμπαντζής) και πόνγκο (pongo, ουραγκοτάγκος). Όπως και το γένος ά., έτσι και τα αντίστοιχα γένη αυτής της οικογένειας αντιπροσωπεύονται μόνο από ένα ή το πολύ δύο είδη που ζουν σήμερα. Τέλος, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ανήκει σε ιδιαίτερη οικογένεια, πάντα μέσα στην υπεροικογένεια των ανθρωποειδών,το γένος υλοβάτης (hylobates,γίβων) και συγκεκριμένα στην οικογένεια των υλοβατιδών (hylobatidae).
Ορισμένοι ανθρωπολόγοι ισχυρίστηκαν στη συνέχεια ότι στο γένος ά. θα έπρεπε να συμπεριληφθούν και να θεωρηθούν συνώνυμές του οι ονομασίες γένους που είχαν δοθεί στα πιο γνωστά απολιθωμένα ευρήματα και τα οποία αναφέρονταν σε πρωτόγονες μορφές α., όπως πιθηκάνθρωπος (pithecanthropus), σινάνθρωπος (sinanthropus)κλπ., επειδή τα επτακόσιες χιλιάδες χρόνια που πέρασαν για να συμπληρωθεί η εξέλιξη του α. είναι, σε γεωλογική κλίμακα, μια υπερβολικά μικρή περίοδος για τη διαφοροποίηση στο επίπεδο του γένους. Γι’ αυτό λοιπόν λέμε ά. ο όρθιος (homo erectus)και όχι πιθηκάνθρωπος ο όρθιος (pithecanthropus erectus), ά. του Πεκίνου (homo pekinensis)και όχι σινάνθρωπος του Πεκίνου (sinanthropus pekinensis)και το ίδιο θα πρέπει ίσως να ισχύει και στο επίπεδο του είδους. Ορισμένοι επιστήμονες τείνουν γι’ αυτό να περιορίσουν σε δύο μόνο τα είδη του α. που υπάρχουν και έχουν εκλείψει, στον ά. όρθιο (homo erectus)και στον ά. τον λογικό (homo sapiens),από τα οποία το ένα περιέχει όλες τις μορφές που έχουν εκλείψει και το άλλο είναι το μοναδικό εν ζωή είδος. Ένα άλλο γένος θα μπορούσε, κατά τη γνώμη τους, να γίνει με βεβαιότητα δεκτό, το γένος αυστραλοπίθηκος (australopithecus),για μια μορφή που έζησε μεταξύ του τέλους του πλειόκαινου και των αρχών του τεταρτογενούς. Έπειτα από κάποιες ανακαλύψεις που συμπληρώνουν μερικά από τα τεράστια κενά της παλαιοντολογίας, καταβάλλεται μία προσπάθεια έστω και ατελούς καταρτισμού του γενεαλογικού δέντρου του α.: με πιθανή αφετηρία ορισμένα εντομοφάγα και αφού αποχωρίστηκαν κατά το ηώκαινο οι λεμουρίδες και οι κατώτεροι πίθηκοι (που ζουν μέχρι σήμερα), εμφανίστηκε ο προπλειοπίθηκος από τον οποίο προήλθαν από το ένα μέρος οι ανθρωπόμορφοι πίθηκοι και από το άλλο μερικά παρακλάδια χωρίς συνέχεια (πίθηκος της Κένυας, ορεοπίθηκος), κυρίως όμως η μεγάλη γραμμή, που από τον δρυοπίθηκο και τον ραμαπίθηκο οδηγεί στον αυστραλοπίθηκο που ήταν διαδεδομένος στο μεγαλύτερο μέρος της οικουμένης (οι ανακαλύψεις απολιθωμάτων από τους Κόπενς, Αραμπούρ και Λίκι στο Τσαντ, την Τανζανία και την Αιθιοπία προστέθηκαν σε παλαιότερες ανακαλύψεις σε σπήλαια της νότιας Αφρικής). Από την ομάδα των αυστραλοπιθήκων κατάγεται ο ά. ο επιδέξιος (homo habilis)που κατασκεύαζε ήδη υποτυπώδη εργαλεία και ο ά. ο όρθιος (homo erectus),ένας κλάδος του οποίου οδηγεί στον ά. του Νεάντερταλ και ένας άλλος, διαμέσου των α. της Χαϊδελβέργης, της Ουγγαρίας, του Σουόνσκομπ (Αγγλία) και του Στάινχαϊμ (Γερμανία), σε σχετικά νεότερα απολιθώματα του α. του λογικού και στον σημερινό ά. Προγενέστερες μορφές του τελευταίου είναι ο λεγόμενος ά. του Κρο-Μανιόν (Ευρώπη, βόρεια Αφρική), o ά. της Σανσελάντ (Γαλλία) από τον οποίο θεωρείται ότι κατάγονται οι Εσκιμώοι και ο ά. του Γκριμάλντι με νεγροειδή χαρακτηριστικά. Τα κενά που παρατηρούνται σε όλη αυτή τη διαδρομή είναι τεράστια και θα χρειαστούν ακόμα πολλές ανακαλύψεις της παλαιοντολογίας για να συμπληρωθούν, έστω και μερικά. Οπωσδήποτε, παραμένει γεγονός ότι η εξέλιξη από τον προπλειοπίθηκο και τους ανθρωπόμορφους προς τους ανθρωπίδες και τον ά. παρουσιάζει μερικά αναμφισβήτητα χαρακτηριστικά: δίπλα στην όρθια στάση, που γίνεται όλο και σταθερότερη, παρατηρείται σμίκρυνση του οφρυακού τόξου και περιορισμός του έντονου προγναθισμού, παρουσιάζεται σημαντική αύξηση του όγκου του εγκεφάλου (435-600 κ. εκ. στους αυστραλοπιθήκους, 1.200-2.000 στον σημερινό ά.) με σύστοιχα φαινόμενα διεύρυνσης της πνευματικής λειτουργίας, του ψυχισμού κλπ.
Οικουμένη. Ονομάζεται έτσι το σύνολο των περιοχών όπου κατοικεί o ά. κατά τρόπο μόνιμο και προμηθεύεται τα αναγκαία μέσα για τη συντήρησή του. Ο όρος ανάγεται στην κλασική αρχαιότητα, όταν στο γνωστό τότε κατοικημένο τμήμα της Γης αντιπαρέθεταν ωκεανούς και ερήμους. Σήμερα, o όρος έχει χάσει τη στενή αυτή σημασία και καλύπτει σχεδόν ολόκληρη την επιφάνεια της Γης, καθώς μάλιστα ο ά. μεταβάλλοντας το φυσικό περιβάλλον κατορθώνει συχνά να δημιουργεί συνθήκες διαβίωσης ακόμα και εκεί όπου θεωρητικά δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν.
Η οικουμένη περιορίζεται τόσο στα Β όσο και στα Ν από τις χαμηλές θερμοκρασίες· υπάρχουν όμως άλλες ζώνες, και μάλιστα πολύ εκτεταμένες, στο εσωτερικό των ηπείρων και μεταξύ πυκνοκατοικημένων περιοχών, όπου η μόνιμη εγκατάσταση του α. δεν είναι πρακτικά δυνατή· σε όλες αυτές τις περιπτώσεις γίνεται λόγος για ακατοίκητες ζώνες. Τέτοιες είναι, π.χ., εκτός της Ανταρκτικής, του μεγαλύτερου μέρους της Γροιλανδίας, του καναδικού νησιωτικού συμπλέγματος και της βόρειας Σιβηρίας, οι ψηλότερες κορυφές και τα πιο δυσπρόσιτα τμήματα των μεγάλων οροσειρών, καθώς και εκτεταμένα τμήματα των τροπικών δασών της Νότιας Αμερικής και της κεντρικής Αφρικής και των ερήμων της βόρειας Αφρικής (Σαχάρα), της κεντρικής Ασίας (Θιβέτ, Τζουγκαρία, Τουρκεστάν) και της δυτικής Ασίας (Αραβία). Μεταξύ της οικουμένης και των ακατοίκητων ζωνών δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή, αλλά σχεδόν παντού, μια λωρίδα γης μεγαλύτερου ή μικρότερου πλάτους, μερικές φορές μάλιστα πολύ εκτεταμένη, όπου ο ά. κατοικεί περιοδικά για να επιδοθεί στο κυνήγι και στο ψάρεμα ή για να βοσκήσει τα κοπάδια του. Τα όρια της οικουμένης έχουν μεταβληθεί σημαντικά με την πάροδο των χιλιετιών. Οι πιο εντυπωσιακές μεταβολές έγιναν σε μακρινές εποχές, πολύ προγενέστερες από την ιστορική περίοδο, που όμως δεν είμαστε σε θέση να τις προσδιορίσουμε παρά μόνο σε γενικές γραμμές, κυρίως εξαιτίας της κατανομής των ανθρώπινων φυλών στον πλανήτη μας. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αρχικά το ανθρώπινο γένος περιοριζόταν σε πολύ μικρές ζώνες, πιθανότατα στην κεντρική και νότια Ασία, και ότι σιγά-σιγά εξαπλώθηκε η περιοχή της διείσδυσής του σε όλα τα τμήματα της Γης, με μοναδική εξαίρεση την Ανταρκτική, κατοικώντας ακόμα και σε μεγάλο μέρος των πιο μακρινών νησιών του Ινδικού και του Ειρηνικού ωκεανού. Τις επιβλητικές αυτές μετακινήσεις φαίνεται πως διευκόλυνε η διαφορετική κατανομή της ξηράς και των θαλασσών και η μεγαλύτερη ευχέρεια χερσαίας επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του κόσμου. Έτσι, στις αρχές της ιστορικής εποχής τα όρια της οικουμένης δεν διέφεραν ουσιαστικά από τα σημερινά και, συνεπώς, η κατάκτηση νέων ζωνών εγκατάστασης του α. αναφέρεται κυρίως σε ακραίες ζώνες (Φερόες, νότια Γροιλανδία, Βερμούδες, Αγία Ελένη, Νήσος Αναλήψεως, Μασκαρένιας, Σεϋχέλλες, Γκαλαπάνγκος, Χουάν Φερνάντες, Μπονίν, Νόρφοκ, νησιά Νότιας Γεωργίας και Τριστάν ντα Κούνια). Σε ορισμένες περιπτώσεις, περιοχές που είχε κατακτήσει ο ά. και όπου είχε εγκατασταθεί μόνιμα εγκαταλείφθηκαν αργότερα, επειδή δεν ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν εκεί οι απαραίτητοι όροι διαβίωσης.
Η επέκταση της εγκατάστασης του α. κατά τις τελευταίες δεκαετίες έγινε όχι τόσο προς την κατεύθυνση των έξω από την οικουμένη ακατοίκητων ζωνών όσο προς τις εσωτερικές ζώνες, οι οποίες αποτελούνται από ερημικές και δασώδεις περιοχές· αναζητεί τους απαραίτητους για την επιβίωσή του πόρους αρδεύοντας ξηρότατες περιοχές ή αποψιλώνοντας αδιάβατες ζώνες.
Μέσα στον κύκλο της οικουμένης η κατανομή των α. έχει γίνει με τρόπο κάθε άλλο παρά ομοιόμορφο κι αυτό συμβαίνει κυρίως εξαιτίας της διαφορετικής δεκτικότητας κάθε ζώνης, που οφείλεται σε πολλούς και πολύπλοκους ιστορικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες, εκτός από τους οικονομικούς, οι οποίοι παρεμβαίνουν σχεδόν πάντα όλοι μαζί στον καθορισμό του βαθμού εποικισμού ορισμένων ζωνών σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Συνήθως, δεν είναι δύσκολο να καθοριστεί ποιος από τους διάφορους συντελεστές ενός δημογραφικού φαινομένου είναι ο αποφασιστικός, o οποίος όμως δεν είναι πάντα και o αρχικός. Έτσι, π.χ., η υψηλή πυκνότητα πληθυσμού στο Βέλγιο και στην πεδιάδα του Πάδου, αν και αρχικά καθορίστηκε από τα εύφορα εδάφη τους και από κοινωνικά φαινόμενα ορισμένης σημασίας, στη συνέχεια πήρε διαστάσεις όλο και πιο εντυπωσιακές, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, χάρη στην εκμετάλλευση του πλούσιου υπεδάφους στην περίπτωση του Βελγίου και στη μεγάλη οικονομική, εμπορική και βιομηχανική άνθηση και στις δύο περιοχές.
Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά κανόνα o πληθυσμός τείνει σαφώς να γίνει πυκνότερος στις ήδη κατοικημένες περιοχές και ειδικά στις πυκνοκατοικημένες, όπου ακριβώς οι συνθήκες ζωής είναι καλύτερες ή οπωσδήποτε ευκολότερες και οι δυνατότητες εργασίας και ψυχαγωγίας μεγαλύτερες. Έτσι, o ά. με την πάροδο των ετών τείνει προς μια κατανομή στην επιφάνεια του πλανήτη μας όλο και λιγότερο ομοιόμορφη, τόσο εξαιτίας της τάσης που αναφέραμε πιο πάνω όσο και εξαιτίας της ποικίλης δεκτικότητας των διαφόρων ζωνών.
Εμφανίζεται συνεπώς το φαινόμενο οι βιομηχανικές ζώνες να τείνουν μοιραία να διευρυνθούν και να δεχτούν όλο και μεγαλύτερο αριθμό κατοίκων, ενώ οι αγροτικές και οι ποιμενικές, όταν φτάσουν σε έναν ορισμένο βαθμό δημογραφικού κορεσμού, σταθεροποιούνται στο επίπεδο αυτό ή παρουσιάζουν μείωση πληθυσμού προς όφελος της δημογραφικής διόγκωσης των βιομηχανικών και αστικών ζωνών με την εσωτερική μετανάστευση. Το φαινόμενο αυτό είναι παγκόσμιο.
Δυνατότητες εποικισμού. Με βάση τις γνώσεις σχετικά με τις γεωμορφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες και τη χλωρίδα του πλανήτη μας, καθώς και με τις βιολογικέςαπαιτήσεις του α., διάφοροι ερευνητές επιχείρησαν πολλές φορές να βρουν τα όρια δεκτικότητας της Γης, δηλαδή τον αριθμό των κατοίκων που είναι σε θέση να θρέψει. Όλοι οι υπολογισμοί έγιναν, φυσικά, με βάση τις πιο σύγχρονες και ορθολογιστικές σημερινές μεθόδους και συστήματα παραγωγής και, συνεπώς, μπορούν να τροποποιηθούν κάθε φορά που νέες ανακαλύψεις επιτρέπουν τη διεύρυνση των δυνατοτήτων παραγωγήςτροφίμων. Αναφέρουμε σχετικά τις σπουδαίες εργασίες δύο ερευνητών: του Α. Πενκ, ο οποίος βασίστηκε στη μέγιστη δυνατή παραγωγή ξεχωριστά καθεμιάς κλιματικής περιοχής, όπως τις καθόρισαν o Κέπεν και o Α. Φίσερ, και έλαβε υπόψη τις κλιματικές και γεωμορφολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής επιχειρώντας επιπλέον να υπολογίσει μεταξύ των συντελεστών απόδοσης την αξία ανθρώπινων και ιστορικών παραγόντων, όπως η εργατικότητα και o βαθμός πολιτισμού κάθε λαού· και του Χολστάιν, που έλαβε υπόψη την παραγωγικότητα της Γης στην περίπτωση προβλεπόμενης, αν και απίθανης, ολοκληρωτικής αξιοποίησης και τον μέσο όρο των αναγκών διατροφής των α. όλων των φυλετικών ομάδων, που τον εξέφρασε σε θερμίδες.
Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών είναι πολύ διαφορετικά και σε ορισμένα σημεία τους αντιφατικά, αφού οι αριθμοί στους οποίους καταλήγουν οι ερευνητές αυτοί κυμαίνονται από ένα ελάχιστο 6,2 δισεκατομμυρίων κατοίκων έως ένα μέγιστο 13,3 δισεκατομμυρίων, τους οποίους θεωρούν αντίστοιχα o Φίσερ και ο Χολστάιν ως μέγιστο όριο πληθυσμού που είναι σε θέση να θρέψει η Γη. Όλα τα συμπεράσματα συμφωνούν οπωσδήποτε ότι μόνο η Ευρώπη και κάπως λιγότερο η Ασία έχουν πλησιάσει το όριο των δυνατοτήτων εποικισμού τους, ενώ τα άλλα τμήματα του κόσμου απέχουν πολύ από αυτό το σημείο εμφανίζοντας δείκτη εποικισμού (δηλαδή λόγο του σημερινού αριθμού κατοίκων μιας περιοχής προς τον δυνατό αριθμό προσώπων, τη διαβίωση των οποίων επιτρέπει η παραγωγική της ικανότητα που εκφράζεται με τον αριθμό 100) μικρότερο του 15. Θα πρέπει να αναφέρουμε και την απαισιόδοξη πρόβλεψη του Βρετανού φυσικού Στέφεν Χόκινγκ, ότι δηλαδή στο τέλος του αιώνα που διανύουμε, ή και νωρίτερα ακόμα, ο ά. θα έχει εξαντλήσει τα όριά του σε αυτό τον πλανήτη, με μοναδική διέξοδο τον εποικισμό άλλων πλανητών.
Μορφές εγκατάστασης. Εξίσου με τους ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες, συνέβαλε και ο ά. στην αισθητή τροποποίηση του τοπίου, μεταβάλλοντας και διευθετώντας τις ακτογραμμές, δημιουργώντας καινούργιες λιμναίες λεκάνες, εκτρέποντας τον ρου πολλών ποταμών, αποξηραίνοντας εδάφη που πριν τα κάλυπταν τα νερά της θάλασσας ή λιμνών, αποψιλώνοντας, αρδεύοντας και καλλιεργώντας πολύ μεγάλες εκτάσεις ξηράς, κυρίως όμως με τη μόνιμη εγκατάστασή του και την κατασκευή της ατομικής του κατοικίας ή με τη δημιουργία απλών ή πολύπλοκων συγκροτημάτων κατοικιών.
Ο ά. τείνει, όταν ιδιαίτερες συνθήκες εκμετάλλευσης του εδάφους δεν απαιτούν το αντίθετο, να ζει με τους ομοίους του, κοντά στους οποίους είχε βρει στο παρελθόν και εξακολουθεί να βρίσκει υπεράσπιση και προστασία. Η πιο τυπική μορφή οικισμού είναι συνεπώς η συγκεντρωτική, που εμφανίζεται σχηματικά με τρία τυπικά είδη: οικιστικός πυρήνας, οικιστικό κέντρο (ή χωριό) και πόλη· ωστόσο ανάμεσα σε αυτά τα τρία είδη μπορεί να υπάρξει μια ευρύτατη κλίμακα ενδιάμεσων περιπτώσεων που δεν είναι δυνατόν να υπαχθούν σε ένα συγκεκριμένο σχήμα. Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ οικιστικού πυρήνα και οικιστικού κέντρου δεν έγκειται τόσο στον αριθμό των κατοίκων όσο στο γεγονός ότι το δεύτερο, αντίθετα με τον πρώτο, είναι ένα σύνολο κατοικιών, στο οποίο ένας τόπος συνάθροισης των κατοίκων, που αποτελείται ή από μία αγορά ή μία εκκλησία ή έναν σιδηροδρομικό σταθμό ή ένα σχολείο ή, τέλος, ένα σύνολο κοινοτικών γραφείων, μας επιτρέπει να το θεωρήσουμε πυρήνα κοινωνικά οργανωμένης ζωής. Το οικιστικό κέντρο ή χωριό διαφέρει από την πόλη, επειδή στο πρώτο η οικονομική και κοινωνική ζωή βασίζεται σε μία ή σε ελάχιστες μορφές, ενώ η πόλη χαρακτηρίζεται, εκτός από τον σχεδόν πάντα μεγάλο αριθμό κατοίκων, και από τον διοικητικό, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό ρόλο της και από πολύπλοκες μορφές οικονομικής ζωής, άγνωστες στο χωριό.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τοπογραφική θέση του οικιστικού κέντρου: στις πεδινές περιοχές συναντώνται συχνότερα οικισμοί χτισμένοι κατά μήκος μιας συγκοινωνιακής αρτηρίας, όπου οι σχέσεις με τις γειτονικές ζώνες μπορεί να είναι συχνότερες και να απαιτούν μικρότερο χρόνο· από αυτή την άποψη καλύτερη θέση έχουν τα κέντρα που είναι χτισμένα σε σταυροδρόμια, κοντά σε γέφυρες ή στις όχθες αδιάβατου ποταμού, με άλλα λόγια κοντά σε ένα αναγκαστικό πέρασμα. Την ίδια σημασία έχουν και τα κέντρα που είναι χτισμένα σε σημείο του ποταμού όπου η διάβαση είναι δυνατή με πορθμείο.
Τα ονόματα πολλών ευρωπαϊκών πόλεων δείχνουν καθαρά, σε πολλές περιπτώσεις, ποιος ήταν ο αρχικός ρόλος μερικών από αυτές· έτσι στη Γερμανία οι πόλεις που το όνομά τους τελειώνει σε -φουρτ (-furt = πόρος, πέρασμα) ή -μπρίκε (-brücke = γέφυρα, με τοπική παραλλαγή -Bruke)δείχνουν αντίστοιχα την προέλευσή τους από οικισμούς που είχαν χτιστεί κοντά σε ένα ποτάμιο πέρασμα (Frankfurt, Schweinfurt κλπ.) ή μια γέφυρα (Innsbruck κλπ.). Κατά τον ίδιο τρόπο, στην Αγγλία οι πόλεις που τα ονόματά τους τελειώνουν σε -ford (= πορθμείο) και -bridge (= γέφυρα), όπως π.χ. Oxford (Οξφόρδη) και Cambridge (Κέιμπριτζ), φανερώνουν την προέλευσή τους.
Η παρουσία νερού στάθηκε πάντα ένας από τους κυριότερους παράγοντες που καθόριζαν την τοπογραφική θέση των οικισμών, εξαιτίας της ανάγκης που νιώθει ο ά. να έχει εύκολα στη διάθεσή του ένα στοιχείο τόσο ουσιαστικό για τη ζωή του και, σε πολλές περιπτώσεις, έναν δρόμο επικοινωνίας ελάχιστα δαπανηρό και ένα φυσικό μέσο άμυνας σε περίπτωση πολέμου· έτσι, εκτός από τους οικισμούς που αναφέραμε, υπάρχουν πολυάριθμοι άλλοι χτισμένοι κοντά σε συμβολή ποταμών, σε φράγματα, σε πηγές, σε καμπές ποταμών (έχουν χτιστεί σε τέτοιες θέσεις για λόγους αμυντικούς), σε δέλτα ποταμών ή σε ποταμόκολπους· οι τελευταίοι αυτοί οικισμοί έμελλε να αναπτυχθούν σε εμπορικά λιμάνια εξαιτίας της ευνοϊκής τους θέσης, σε παραλιακά σημεία ή κοντά στη θάλασσα ή στις όχθες πλωτών ποταμών.
Στα παράλια, οι οικισμοί διαθέτουν αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα, όπως πριν από όλα η εύκολη επικοινωνία με τους άλλους τόπους και η δυνατότητα αλιείας. Στο παρελθόν γνώρισαν σημαντική ανάπτυξη κυρίως οι οικισμοί που ήταν χτισμένοι σε χερσονήσους και σε νησιά, επειδή, εκτός από τα πλεονεκτήματα των άλλων παραθαλάσσιων οικισμών, διέθεταν και καλύτερες προϋποθέσεις άμυνας, αφού ήταν εύκολο να προστατευτούν μία ή περισσότερες πλευρές τους. Στην εποχή μας υπάρχουν πολλοί παραθαλάσσιοι οικισμοί του τύπου λουτρόπολης, που αναπτύσσονται κατά μήκος της ακτής σε συνδυασμό με κατοικημένα κέντρα χτισμένα σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα.
Τυπικός οικισμός της κεντρικής Ευρώπης, αλλά και άλλων περιοχών της Γης, είναι το Gewanndorf και το Rundling, που συναντώνται συχνά και στην Αφρική, όπου, στις περιοχές που ζουν Κάφροι, ονομάζονται κράαλ.Το Gewanndorf είναι παμπάλαιος τύπος χωριού, του οποίου οι κάτοικοι εφάρμοζαν μια μορφή αμειψισποράς, χάρη στην οποία το καλλιεργήσιμο έδαφος γύρω από τον οικισμό χωριζόταν σε τρία τμήματα από τα οποία τα δύο προορίζονταν για χειμερινές και ανοιξιάτικες καλλιέργειες σιτηρών και το ένα έμενε ακαλλιέργητο, για να χρησιμοποιείται ως κοινός βοσκότοπος. Τα δύο πρώτα χωρίζονταν σε λωρίδες ακτινωτές γύρω από το χωριό, που τις καλλιεργούσαν χωριστά οι οικογένειες. Καθένα από τα τρία αυτά τμήματα έμενε για τρία χρόνια σε αγρανάπαυση. Σήμερα, τουλάχιστον στην Ευρώπη, αυτή η μορφή εκμετάλλευσης του εδάφους έχει εγκαταλειφθεί, άφησε όμως ολοφάνερα τα ίχνη της στο τοπίο, που εμφανίζει μακρόστενες λωρίδες γης καλλιεργημένης κατά ποικίλο τρόπο. Το Rundling έχει σχήμα σχεδόν κυκλικό ή είναι οπωσδήποτε χτισμένο κατά μια κλειστή γραμμή· τα σπίτια περιβάλλουν έναν κεντρικό χώρο που προορίζεται για τα ζώα και το έδαφος είναι χωρισμένο σε στενόμακρες λωρίδες ακτινωτά γύρω από το χωριό.
Ενώ στις πεδινές περιοχές οικονομικοί και εθνικοί παράγοντες έπαιξαν κάπως σημαντικό ρόλο για τη μορφή των οικιστικών κέντρων, στα βουνά η μορφή και η διάταξη των κατοικιών εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από την ανάγκη να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο ο διαθέσιμος χώρος. Στα βουνά, το νερό είναι μάλλον παράγοντας απώθησης παρά έλξης για τον ά. και, αν χτίζονται οικισμοί σε κοιλάδες, αυτό δεν συμβαίνει επειδή υπάρχει εκεί ένα υδάτινο ρεύμα, ή τουλάχιστον αυτός δεν είναι o κύριος λόγος, αλλά γιατί τα μέρη αυτά διαθέτουν εύκολο και πρόσφορο δρόμο επικοινωνίας, όπως είναι η ίδια η αυλακιά της κοιλάδας. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός οικισμών κατά μήκος ποταμών ή χειμάρρων χτίζονται σε μια ορισμένη απόσταση από τις όχθες τους και συχνά αμφιθεατρικά για να προστατεύονται από ενδεχόμενες πλημμύρες. Άλλοι οικισμοί, σημαντικοί από άποψη θέσης, είναι όσοι έχουν χτιστεί σε ορεινούς αυχένες ή σε λεκανοπέδιο, όπου διαθέτουν και μια ορισμένη καλλιεργήσιμη έκταση.
Στοιχείο με ουσιαστική σημασία για την εκλογή της κατάλληλης θέσης είναι η δυνατότητα να μπορεί ο οικισμός να απολαμβάνει στον μέγιστο δυνατό βαθμό το φως και τη θερμότητα του ήλιου. Και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο χτίστηκαν οικισμοί σε προσηλιακές βουνοπλαγιές, σε κορυφές λόφων ή σε αμφιθεατρική διάταξη. Πολλοί από τους οικισμούς αυτούς χτίστηκαν σε τέτοιες θέσεις και για λόγους άμυνας, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί σε πολλές ευρωπαϊκές περιοχές. Στην Ελλάδα, κατά τους νεότερους χρόνους, η εκλογή της τοποθεσίας των οικισμών επηρεάστηκε σε σημαντικό βαθμό από λόγους ασφάλειας εξαιτίας των συχνών επιδρομών, κυρίως πειρατών, και ιδιαίτερα εξαιτίας των ποικίλων διωγμών και πιέσεων του πληθυσμού κατά την τουρκοκρατία· πολλά χωριά, αλλά και κωμοπόλεις, έχουν χτιστεί με μοναδικό γνώμονα την ασφάλεια από τους επιδρομείς, γεγονός που σήμερα αποτελεί μία από τις κυριότερες δυσχέρειες για την επίλυση του χωροταξικού προβλήματος της χώρας, σύμφωνα με τις σύγχρονες τεχνικοοικονομικές και πολιτιστικές ανάγκες.
Η τοποθεσία μπορεί να εξηγήσει μόνο γιατί ένας οικισμός δημιουργήθηκε σε έναν ορισμένο τόπο και όχι σε άλλον, όμως τη μετέπειτα ανάπτυξή του και τη μικρότερη ή μεγαλύτερη ακμή του την καθορίζουν η γεωγραφική του θέση, η σχέση δηλαδή αλληλεξάρτησης μεταξύ του οικισμού και του περιβάλλοντος, και ένα σύνολο ανθρώπινων, οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών, ιστορικών και άλλων παραγόντων, που είναι συχνά εντελώς ανεξάρτητοι από τις αρχικές τοπογραφικές συνθήκες.
οικονομικός ά.(homo oeconomicus). Όρος της πολιτικής οικονομίας που χρησιμοποιήθηκε από την κλασική σχολή και ιδιαίτερα από τον Ρικάρντο και τον Τζον Στιούαρτ Μιλ. Ο οικονομικός ά. είναι κυρίως λογικό ον που κινείται αποκλειστικά από υλικά ελατήρια και συμφέροντα και κρίνει κάθε συναλλαγή ανάλογα με το κέρδος ή τη ζημιά που του αποφέρει μέσα σε μια απόλυτα ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά. Νεότεροι συγγραφείς απέρριψαν την αντίληψη αυτή, θεωρώντας ότι έως έναν βαθμό είναι φυσιολογική η ύπαρξη και τέτοιων κινήτρων. Μερικοί άλλοι θεωρούν ότι o οικονομικός ά. είναι δημιούργημα της φαντασίας εκείνων που εισηγήθηκαν τον όρο. Η σύγχρονη οικονομική επιστήμη άρχισε να απομακρύνεται από την έννοια του οικονομικού α., διαχωρίζοντας τα άτομα σύμφωνα με τον οικονομικό τους ορίζοντα, δηλαδή σύμφωνα με τις ικανότητες πρόβλεψης και φαντασίας και σύμφωνα με την ισχύ τους, την επιρροή τους, την ικανότητα για διαπραγματεύσεις κλπ.
κατασκευαστής ά.(homo faber). Όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Μπερξόν για να καθορίσει την έννοια του πρωτόγονου α. που βρισκόταν στην αναγκαιότητα να κατασκευάσει o ίδιος τα εργαλεία, τα οποία του ήταν απαραίτητα για τη διατήρηση της ζωής του. Κατά τον Μπερξόν, η δραστηριότητα αυτή του α. αποτελεί πηγή ανάπτυξης της διανόησης.
Νομαδική φυλή της Σαχάρας, κοντά στο Μαρακές του Μαρόκου (φωτ. Hamwright).
Ανθρώπινες εγκαταστάσεις σε τμήμα της κοιλάδας του Πάδου, βόρεια του Μιλάνου (φωτ. Snia Viscova).
Μορφές χωριών: 1) χωριό κατά μήκος δρόμου· 2) χωριό σε διασταύρωση· 3) χωριό κοντά σε ποτάμι· 4) χωριό σε μορφή σκακιέρας· 5) χωριό κοντά σε ανάχωμα· 6) χωριό κυκλικό· 7) χωριό συγκεντρωμένο· 8) χωριό με ακτινωτή διάταξη· 9) χωριό παραθαλάσσιο· 10) χωριό σε χερσόνησο.
Απολιθωμένα και περιασβεστωμένα λείψανα ανθρώπου (homo sapiens), που βρέθηκαν στο «σπήλαιο των λιμνών», των Αροανίων ορέων· πάνω δεξιά, θωρακικός σπόνδυλος· κάτω, μετωπικό τμήμα κρανίου νεαρού ατόμου· πάνω αριστερά, κάτω γναθικό οστό με τα δόντια (Συλλογή γεωλογικού και παλαιοντολογικού εργαστηρίου Πανεπιστημίου Αθηνών· φωτ. Α. Καββαδία).
Το κρανίο του ανθρώπου των Πετραλώνων βρέθηκε το 1960 στο σπήλαιο Πετραλώνων Χαλκιδικής. Κατά τον ανθρωπολόγο Πουλιανό που το μελέτησε, το κρανίο αυτό έχει περισσότερα κοινά γνωρίσματα προς τα κρανία πρωτόγονων ευρωπαϊκού τύπου παρά αφρικανικού (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης· φωτ. B. Κοφινά).
Ο άνθρωπος των Πετραλώνων έζησε κατά το τέλος της μεσοπαγετώδους Riss-Wurm, έχει ευρωπαϊκή καταγωγή και είναι αυτόχθων της ελληνικής χερσονήσου. Με αυτό το εύρημα η Ελλάδα μπορεί να περιληφθεί στον χώρο ανθρωποποίησης των πρωτευόντων και διαμόρφωσης του homo sapiens (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης· φωτ. B. Κοφινά).
Κατοικία στον βόρειο Καναδά, σε μια ζώνη που έως τον 19o αι. τη θεωρούσαν ακατάλληλη για οποιαδήποτε μορφή μόνιμης ανθρώπινης εγκατάστασης.
Οι οικισμοί αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της ανθρώπινης παρουσίας σε έναν τόπο. Στη φωτογραφία, σχεδόν εγκαταλελειμμένο χωριό στο εσωτερικό της Τυνησίας.
* * *ο (AM ἄνθρωπος)1. ανθρώπινη ύπαρξη, ανεξάρτητα από φύλο και ηλικία2. ο θνητός, σε αντίθεση προς τον θεό3. λογικό και κοινωνικό ον, σε αντίθεση προς τα ζώα4. στον πληθ. οἱ ἄνθρωποιη ανθρωπότητα, το γένος των ανθρώπων («ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»)5. ο ενάρετος άνθρωπος, αυτός που έχει ανθρωπιά («είναι σε όλα του άνθρωπος», «ἦ χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἄν ἄνθρωπος ἦ», Μένανδρος)6. μαζί με άλλο ουσιαστικό ή επίθετο (επαινετικά, ειρωνικά, περιφρονητικά) «νοικοκύρης άνθρωπος»νεοελλ.1. (ως αόρ. αντων.), κάποιος, καθένας, (και με άρνηση) κανένας2. (με γενική) «άνθρωπος του τάδε» — οπαδός (στην πολιτική), άνθρωπος της εμπιστοσύνης, όργανο κάποιου (γενικότερα), «ο άνθρωπός μου» — ο σύζυγος ή ο εραστής (για γυναίκα), ο στενός μου συγγενής (γενικότερα)3. πληθ. μάχιμοι άντρες, στρατιώτες ή οπλίτες (γενικότερα)αρχ.1. άντρας και όχι γυναίκα2. βοηθός, υπηρέτης3. η άνθρωποςη δούλη (ή για να δηλωθεί περιφρόνηση).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά άπαξ ήδη στη Μυκηναϊκή (a-to-ro-qo). Στον Όμηρο απαντά κυρίως στον πληθ. Είναι αντίθετο του θεός και υπονοεί τον άνθρωπο ως είδος. Συχνά η λ. χρησιμοποιείται με μειωτική σημασία, κυρίως στην κλητική του ενικού (άνθρωπε) ή σπανιότερα όταν είναι θηλ. γένους και δηλώνει τη γυναίκα. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας, παρά το πλήθος των υποθέσεων που αναφέρονται στην προέλευση του. Ο Seiler υποστηρίζει ότι η ετυμολ. της λ. θα πρέπει να έχει σχέση με την κύρια λειτουργία της λ., που συνίσταται στο να αντιπαραθέτει και να ξεχωρίζει την τάξη των ανθρώπων από εκείνη των θεών.Το μυκην. a-to-ro-qo (με τον χειλοϋπερωικο φθόγγο q στην τελευταία συλλαβή) κάνει σχεδόν βέβαιη την ύπαρξη ενός β' συνθετ. –οΚωο-, που σημαίνει το πρόσωπο, την όψη (πρβλ. όψ, οπός «πρόσωπο») και ενισχύει την άποψη ότι ο τ. προέρχεται από *ανδρ-ωπος» «με πρόσωπο ανδρός» (από θ. ανδρ.-του ανήρ, ανδρός + ώψ, ωπός «πρόσωπο, όψη»). < *ανδρ-ωΚωος. Προβληματική είναι η ύπαρξη -θ-αντί -δ, που ίσως οφείλεται σε υστερογενή δάσυνση του -δ-. Οι απόψεις του Devoto, που αποδίδει στον τ. ιλλυρική προέλευση και του Kretschmer που παράγει τη λ. από *ανδρὡπος με δασεία κατά το ὁράω), δεν θεωρούνται πιθανές. Άλλοι παράγουν τη λ. α) < *ανδρ -ωπος «με ανδρική όψη».Το β' συνθετ. < γοτθ. saitvan «βλέπω». β) < ανθρ(ο)-ωπος «με πρόσωπο που φέρει γένια» (πρβλ. ρουμ. bărbat «άνδρας»)το α' συνθετ. < ανθερεών, ανθέριξ (< αθήρ «το γένι του σταχιού»). γ) < ανθηρός. δ) < *άνθρω + πός < αρχ. ινδ. adhara- και πιθ. αν- από η θεωρούν τον τ. ρηματικό όνομα τού ανατρέπω ή τού ανατρέφω, οπότε σημαίνει αντίστοιχα «αυτός που στέκεται όρθιος» και «ο οικότροφος, ο αναθρεμμένος, ο σωματικός».Τέλος ο τ. άνθρωπος θυμίζει το χεττιτικό antuhšaš «άνθρωπος»].Παράγωγα και σύνθετα της λέξης άνθρωπος:ΠΑΡ. ανθρωπάριο(ν), ανθρωπίζω, ανθρωπικός, ανθρώπινος, ανθρωπίσκος, ανθρωπότηςαρχ.ανθρωπεία, ανθρωπεύομαι, ανθρωπή, ανθρωπία, ανθρώπων, ανθρωπώαρχ.-μσν.ανθρώπειος, ανθρώπησις, ανθρωπιστίμσν.ανθρωπαίος, ανθρωπιώνεοελλ.ανθρωπάκης, ανθρωπάκι, ανθρωπάκος, ανθρωπιά, ανθρωπίλα, ανθρωπινός, ανθρωπιστής, ανθρωπίδες, ανθρωποσύνη, ανθρωπώδης.ΣΥΝΘ.Α' ΣΥΝΘ. ανθρωπάρεσκος, ανθρωπογράφος, ανθρωποδαίμων, ανθρωποειδής, ανθρωποκτόνος, ανθρωπολάτρης, ανθρωπολόγος, ανθρωπόμορφος, ανθρωποπλάστης, ανθρωποποιός, ανθρωποτρόφος, ανθρωποφάγοςαρχ.ανθρωπόβρωτος, ανθρωπόγλωσσος, ανθρωπογναφείον, ανθρωπογονώ, ανθρωπόθεος, ανθρωποθηρία, ανθρωπόθυμος, ανθρωποθυτώ, ανθρωποκόμος, ανθρωποκτόνος, ανθρωπομάγειρος, ανθρωπομίμος, ανθρωπονομικός, ανθρωπόνους, ανθρωποπαθής, ανθρωποποιία, ανθρωπορραίστης, ανθρωποσφαγώ, ανθρωπόσχημος, ανθρωποϋπόστατος, ανθρωποφυήςαρχ.-μσν.ανθρωποβόρος, ανθρωπομορφούμαι, ανθρωποπρεπής, ανθρωποτόκος, ανθρωποφόροςμσν.ανθρωπόλεθρος, ανθρωπουργία, ανθρωποφανής, ανθρωποφθόρος, ανθρωποφόντηςμσν.- νεοελλ.ανθρωπογενής, ανθρωπογέννητος νεοελλ. ανθρωπεμπορία, ανθρωπογένεση, ανθρωπογενετικός, ανθρωπογεωγραφία, ανθρωπογραφία, ανθρωπογράφος, ανθρωπογνωσία, ανθρωπογνώστης, ανθρωποδικία, ανθρωποδόκανο, ανθρωποειδή, ανθρωποειδής, ανθρωποζωολογία, ανθρωποθαλάσσα, ανθρωποθεϊσμός, ανθρωποθηριομαχία, ανθρωποκαμωμένος, ανθρωποκεντρικός, ανθρωποκλιματολογία, ανθρωποκυνηγητό, ανθρωποκυνήγι, ανθρωπόλαλος, ανθρωπολογία, ανθρωπομαγνητικός, ανθρωπομαγνητισμός, ανθρωπομάζωμα, ανθρωπομαντεία, ανθρωπομάχος, ανθρωπομέτρηση, ανθρωπομετρία, ανθρωπόμετρο, ανθρωπομορφία, ανθρωπομορφίδαι, ανθρωπομορφολογία, ανθρωπονοσολογία, αν θρωποπίθηκος, ανθρωποπλαστική, ανθρωπόπλαστος, ανθρωποπλημμύρα, ανθρωποποίηση, ανθρωποποίητος, ανθρωποπούλι, ανθρωποσκοπία, ανθρωποσκόπος, ανθρωποσοφία, ανθρωποσυρροή, ανθρωποσφαγή, ανθρωποσωματολογία, ανθρωποσωματο λογικός, ανθρωποσωρός, ανθρωποσώστης, ανθρωποσωτήριος, ανθρωποτεχνική, αν θρωποτομία, ανθρωποτοξίνη, ανθρωποτορπίλη, ανθρωπόφιλος, ανθρωποφοδία, αν θρωπόφοδος, ανθρωποχείμαρρος, ανθρωποχημεία, ανθρωπόχοιρος, ανθρωπόχωρος.Β΄ΣΥΝΘ. αγριάνθρωπος, απάνθρωπος, θηριάνθρωπος, λυκάνθρωπος, μισάνθρωπος, ολιγάνθρωπος, πολυάνθρωπος, υπεράνθρωπος, φιλάνθρωποςαρχ.ανάν θρωπος, αργυράνθρωπος, ασημάνθρωπος, αυτοάνθρωπος, αφιλάνθρωπος, βοάνθρωπος, βουτραγοταυράνθρωπος, εξάνθρωπος, ημιάνθρωπος, ιππάνθρωπος, κυνάνθρωπος, μιξάνθρωπος, μολυβδάνθρωπος, τρισάνθρωπος, φαγάνθρωπος, χαλκάνθρωπος, χρυσάνθρωποςνεοελλ.ακριβάνθρωπος, αρκουδάνθρωπος, αρχοντάνθρωπος, ασημάνθρωπος, ασχημάνθρωπος, αφεντάνθρωπος, αχυράνθρωπος, βατραχάνθρωπος, βρομάνθρωπος, γαϊδουράνθρωπος, γουρουνάνθρωπος, δαιμονάνθρωπος, διαβολάνθρωπος, διαστημάνθρωπος, ζωάνθρωπος, θεάνθρωπος, κουβαρδάνθρωπος, κτηνάν θρωπος, λεβεντάνθρωπος, ομορφάνθρωπος, παλιάνθρωπος, πιθηκάνθρωπος, προάνθρωπος, προστυχάνθρωπος, πρωτάνθρωπος, σινάνθρωπος, συνάνθρωπος, τιγράν θρωπος, υπάνθρωπος, χιονάνθρωπος, χοντράνθρωπος.
Dictionary of Greek. 2013.